κριοκέφαλος

κριοκέφαλος
-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο-κέφαλος, βου-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κριοκέφαλος — ram headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • овьноглавьць — ОВЬНОГЛАВЬЦ|Ь (1*), А с. Тот, который имеет голову барана: псиѥглавци и змiино главци и ѡслиѥглавци, ѿ Ливи˫анъ гл҃емыи ѡвноглавци (ὁ… κριοκέφαλος) ГА XIV1, 39г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”